συγκάθημαι — sit as assessor with pres ind mid 1st sg συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθημαι — και ιων. τ. συγκάτημαι Α 1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον 2. συνεδριάζω («τῇ δ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.) 3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάθημαι… … Dictionary of Greek
συγκαθήμεθα — συγκάθημαι sit as assessor with imperf ind mid 1st pl συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 1st pl συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθηνται — συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 3rd pl συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθησαι — συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 2nd sg συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάθηται — συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 3rd sg συγκάθημαι sit as assessor with pres ind mid 3rd sg (ionic) συγκαθίημι let down with aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθήκομαι — Μ συγκάθημαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό των λ. συγκάθημαι και καθήκω] … Dictionary of Greek
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek